Η αίσθηση της "χαμένης" παιδικότητας: Όταν το "γονεϊκό" παιδί ενηλικιώνεται
Το «γονεϊκό» παιδί είναι ένας ρόλος που αποκτά κανείς μέσα στην πατρική του οικογένεια κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, αλλά τις περισσότερες φορές τον συνοδεύει και καθ’ όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής.
Πώς μπορεί λοιπόν να καταλάβει ένας ενήλικας ότι λειτουργεί ως «γονεϊκό» παιδί;
Ουσιαστικά, αρκεί να αναρωτηθεί τα εξής:
«Ως παιδί με έκαναν να νιώθω συνεχώς υπεύθυνος για τη συναισθηματική κατάσταση, την ηρεμία και την ευτυχία των γονέων μου»;
«Ως παιδί αισθανόμουν ότι οι γονείς μου αδιαφορούσαν για ‘μένα ή ότι δεν υπολόγιζαν τα συναισθήματά μου»;
«Ως παιδί εισέπραττα συνέχεια κριτική από τους γονείς μου»;
«Ως παιδί οι γονείς μου με υποτιμούσαν συχνά και με κατηγορούσαν για πράγματα που δεν έφταιγα»;
«Ως παιδί γινόμουν συχνά στόχος των αρνητικών συναισθημάτων των γονέων μου δίχως να φταίω»;
«Ως παιδί προσπαθούσα διαρκώς να ευχαριστήσω τους γονείς μου – χωρίς να τα καταφέρνω ποτέ»;
«Ως παιδί ένιωθα, για ότι κατάφερνα, ότι οφείλεται στους γονείς μου»;
Ποιές είναι οι δυσκολίες των ενηλίκων που υπήρξαν «γονεϊκά» παιδιά;
Τα ακραία ξεσπάσματα θυμού:
Το πιο έντονο συναίσθημα που κυριαρχεί στους ενήλικες που υπήρξαν γονεϊκά παιδιά είναι ο υπερβολικός θυμός. Οι ενήλικες αυτοί συνήθως διατηρούν μία σχέση μίσους και ταυτόχρονα υπερβολικής αγάπης με τους γονείς τους, δίχως να είναι σε θέση να αναγνωρίσουν για ποιο λόγο βιώνουν τα ακραία αυτά συναισθήματα. Οι ενήλικες που υπήρξαν «γονεϊκά» παιδιά μέσα στην πατρική τους οικογένεια έχουν απότομες εκρήξεις θυμού όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με καταστάσεις που ενεργοποιούν μέσα τους την αίσθηση της «χαμένης» παιδικότητας που στερήθηκαν ως παιδιά. Π.χ. μία μητέρα που αισθάνεται ότι ως παιδί δεν έλαβε αυτά που άξιζε ή αυτά που θα ήθελε από τους γονείς της μπορεί να ταραχτεί υπερβολικά και να αντιδράσει με πολύ ακραίο τρόπο όταν η δική της κόρη ζητήσει από αυτήν κάτι που η ίδια στερήθηκε (Η μητέρα θα ήθελε μεν να της το δώσει, αλλά ταυτόχρονα δεν «αντέχει» συναισθηματικά, καθώς αυτό τη φέρνει αντιμέτωπη με την επώδυνη αίσθηση του «αδικημένου» παιδιού που δεν έλαβε ποτέ αυτά που ήθελε από τους γονείς του – διεργασίες που λαμβάνουν χώρα πάντοτε σε μη συνειδητό επίπεδο).
Η αδυναμία να συνάψουν ασφαλείς συναισθηματικούς δεσμούς με άλλους ενήλικες
Οι ενήλικες που υπήρξαν «γονεϊκά» παιδιά δεν διαθέτουν ολοκληρωμένη εικόνα του πώς ακριβώς λειτουργούν οι υγιείς συναισθηματικοί δεσμοί (λόγω της "παραβίασης" που οι ίδιοι βίωσαν μέσα από τη σχέση τους ως παιδιά με τους γονείς τους). Για το λόγο αυτό είτε δυσκολεύονται πολύ να συνδεθούν συναισθηματικά με άλλα πρόσωπα είτε συνάπτουν διαρκώς μη υγιείς σχέσεις.
Άλλα χαρακτηριστικά των ενήλικων που υπήρξαν γονεϊκά παιδιά είναι: η έλλειψη μίας ξεκάθαρης αίσθησης του τι είναι αυτό που πραγματικά θέλουν, η υπερβολική αναζήτηση της αποδοχής των άλλων σε οτιδήποτε κάνουν, η παραβίαση των προσωπικών τους ορίων από τους άλλους κυρίως ως προς το τι θα έπρεπε να νιώθουν ή να κάνουν. Ως αποτέλεσμα, οι ενήλικες αυτοί συχνά νιώθουν ότι κανείς δεν νοιάζεται γι΄ αυτούς.
Πώς μπορεί ένας ή μία ενήλικας να «ξεφύγει» από το ρόλο του «γονεϊκού» παιδιού;
To πρώτο βήμα, είναι να «μάθει» κανείς να διαχωρίζει τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα συναισθήματά του από αυτά των γονιών του και γενικότερα των άλλων. Το δεύτερο είναι να «τολμήσει» να λειτουργήσει περισσότερο με βάση αυτά, όντας σε θέση να διαχειριστεί τη ματαίωση που αυτή η τάση μπορεί να προκαλεί στους άλλους. Π.χ. μία ενήλικη κόρη που εδώ και χρόνια επισκέπτεται κάθε μέρα τη μητέρα της μπορεί, εφόσον αυτό προκαλεί στην ίδια δυσφορία, να μειώσει τη συχνότητα των επισκέψεών της, χωρίς να νιώθει ενοχές που αυτό πιθανά θα δυσαρεστήσει τη μητέρα της.
Όμως, η διαδικασία του να «αποχωριστεί» ένας ενήλικας το ρόλο του γονεϊκού παιδιού δεν είναι πάντα τόσο εύκολη. Ουσιαστικά πρόκειται για μία ριζική αλλαγή στον τρόπο που σχετίζεται ένας ενήλικας με τους άλλους και η οποία τις περισσότερες φορές ολοκληρώνεται επιτυχώς μόνο με τη βοήθεια της Ατομικής Ψυχοθεραπείας. Στα πλαίσια της συγκεκριμένης διαδικασίας ο ενήλικας «μαθαίνει» βιωματικά μέσα από τη σχέση του με τον ψυχοθεραπευτή να ικανοποιεί τις προσωπικές του ανάγκες, να σέβεται περισσότερο τα προσωπικά του όρια και να σχετίζεται με πιο υγιείς τρόπους με τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του.
Βιβλιογραφική Αναφορά
DiCaccavo A. (2006). Working with parentification: Implications for clients and counselling psychologists. Psychology and Psychotherapy: Theory, Research and Practice, 79, 469-478.