top of page

«Πώς θα χτίσω από νωρίς μία ασφαλή σχέση με το παιδί μου;»

Όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτου ηλικίας, καταγωγής, κοινωνικοοικονομικής κατάστασης και άλλων χαρακτηριστικών έχουν την εσωτερική ανάγκη να συνάπτουν συναισθηματικούς δεσμούς. Ωστόσο, συναισθηματικοί δεσμοί δεν είναι όλες οι σχέσεις που συνάπτουν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Οι πιο σημαντικοί συναισθηματικοί δεσμοί είναι η σχέση των παιδιών με τους γονείς τους, η συζυγικές σχέσεις, οι μακροχρόνιες ερωτικές σχέσεις και ελάχιστες μακροχρόνιες φιλίες


Τα κυριότερα χαρακτηριστικά των συναισθηματικών δεσμών είναι τα εξής:


  • είναι μακροχρόνιες και σταθερές σχέσεις, όχι προσωρινές,

  • συνάπτονται πάντοτε ανάμεσα σε δύο πρόσωπα

  • χαρακτηρίζονται από την ανταλλαγή ιδιαίτερα έντονων συναισθημάτων

  • τα δύο πρόσωπα που συνδέονται επιδιώκουν τη φυσική επαφή μεταξύ τους

  • το πιο "αδύναμο"μέλος της σχέσης, π.χ. το παιδί νιώθει άγχος όταν αποχωρίζεται αυτόν που τον φροντίζει

  • τα πρόσωπα που συνδέονται αναζητούν ο ένας από τον άλλο ανακούφιση, αγάπη και προστασία.

Ο πρωταρχικός συναισθηματικός δεσμός είναι αυτός που συνάπτεται ανάμεσα στο παιδί και τους γονείς του. Η σχέση αυτή λειτουργεί ως πρότυπο για τις μετέπειτα σχέσεις που θα συνάψει το παιδί σε όλο το ηλικιακό φάσμα της ζωής του. Στα πλαίσια της συγκεκριμένης σχέσης τίθενται οι βάσεις της ενήλικης προσωπικότητας και καθορίζονται τα θεμέλια του γονεϊκού και του συζυγικού ρόλου που πρόκειται να υιοθετήσει το παιδί ως ενήλικας. Τα παιδιά που ικανοποιούν την ανάγκη τους για αγάπη και για προστασία, μέσα από τη σχέση τους με τους γονείς, εφοδιάζονται με μία αίσθηση ασφάλειας και ηρεμίας, που τα συνοδεύει σε όλη τους τη ζωή. Αντίθετα, τα παιδιά που δεν εισπράττουν την φροντίδα και τη προστασία που έχουν ανάγκη από τους γονείς τους βιώνουν αισθήματα ανασφάλειας, που συχνά παρεμποδίζουν την ομαλή ανάπτυξη και εξέλιξη της προσωπικότητάς τους.


Γιατί όμως είναι τόσο σημαντικό η σχέση των παιδιών με τους γονείς τους να είναι ασφαλής;


Ο εγκέφαλος των ανθρώπων είναι δομημένος έτσι ώστε να λειτουργεί αποτελεσματικά, μόνο όταν οι άνθρωποι νιώθουν ασφαλείς. Όταν οι άνθρωποι νιώθουν συναισθηματική ανασφάλεια, ενστικτωδώς επικεντρώνονται στο να ανακτήσουν τη χαμένη αίσθηση ασφάλειας που χρειάζονται. Έτσι δεν μπορούν να αφοσιωθούν αποτελεσματικά σε οτιδήποτε μπορεί να αφορά την πρόοδο ή την εξέλιξή τους. Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά όταν οι άνθρωποι δεν αισθάνονται ασφαλείς.


Οι βάσεις για το χτίσιμο μίας ασφαλούς σχέσης με το παιδί μπαίνουν ήδη από τη βρεφική και προσχολική ηλικία. Πώς όμως μπορούν οι γονείς να καλλιεργήσουν την τόσο σημαντική αυτή αίσθηση ασφάλειας στη σχέση τους με τα παιδιά;


Τα βήματα που καλείται να ακολουθήσει κάθε γονέας που θέλει να δημιουργήσει ασφαλή σχέση με το παιδί του είναι τα εξής:


  • Να βεβαιωθεί ότι είναι «κοντά» στο παιδί του και ότι δεν απουσιάζει από την καθημερινότητα ή τις σημαντικές στιγμές της ζωής του. Εάν, λόγω εργασίας δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα σε καθημερινή βάση, το πρόσωπο που αντικαθιστά το γονέα πρέπει να είναι μία "σταθερή" φιγούρα, που γνωρίζει καλά και ενδιαφέρεται για το παιδί. Η απουσία των γονέων και η συνεχής εναλλαγή προσώπων που τους αντικαθιστούν, ιδιαίτερα στις μικρότερες ηλικίες, μπορεί να είναι πολύ επιβλαβής για τα παιδιά. Π.χ. το να αφήσει ένας γονέας ξαφνικά το παιδί του σε ένα πρόσωπο που το παιδί δεν γνωρίζει καθόλου ή γνωρίζει ελάχιστα θα προκαλέσει αναστάτωση στο παιδί, ακόμη και αν δεν το εκφράσει ανοιχτά.


  • Να διαμορφώσει ο γονέας ένα δομημένο, καθημερινό πρόγραμμα για το παιδί. Το πρόγραμμα αυτό μπορεί να περιλαμβάνει σταθερές ώρες ύπνου, φαγητού, ελεύθερου παιχνιδιού, συγκεκριμένες δραστηριότητες κ.α. Όταν τα παιδιά έχουν μία ξεκάθαρη και σταθερή εικόνα για την καθημερινότητά τους, νιώθουν περισσότερο ότι έχουν τον έλεγχο της ζωής τους και αισθάνονται πιο ασφαλή.


  • Να θέσει ο γονέας ξεκάθαρα όρια στο παιδί. Οι γονείς καλό είναι να εξηγούν στο παιδί για ποιο λόγο του επιβάλουν συγκεκριμένους κανόνες πειθαρχίας. Είναι λάθος να παρακαλούν ή να προσπαθούν να "πείσουν"το παιδί να πράξει με συγκεκριμένους τρόπους. Οι γονείς χρειάζεται να τονίζουν στα παιδιά τους με αποφασιστικό τρόπο πόσο σημαντικό είναι να τηρούν τα όρια που τους θέτουν. Ταυτόχρονα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες των παιδιών τους και να δέχονται με υπομονή τις ματαιώσεις που βιώνουν τα παιδιά.


  • Να ενημερώνει ο γονέας το παιδί για πιθανές αλλαγές στο πρόγραμμά του ή για μελλοντικούς αποχωρισμούς. Οι αλλαγές στο πρόγραμμα του παιδιού και οι αποχωρισμοί διαταράσσουν την αίσθηση ασφάλειας του παιδιού, αλλά κάποιες φορές είναι αναπόφευκτοι. Σε αυτή την περίπτωση το παιδί πρέπει να "προετοιμάζεται" από το γονέα, παρέχοντάς του πληροφορίες για την επικείμενη αλλαγή. Όταν το παιδί έχει μία σαφή "εικόνα" της αλλαγής που πρόκειται να βιώσει, τότε μειώνεται η αναστάτωση που αυτή θα του προκαλέσει.


  • Να μην απορρίπτει ο γονέας το παιδί όταν αυτό δεν υπακούει. Είναι λάθος οι γονείς να απομονώνουν το παιδί τους ή να απομακρύνονται από αυτό επειδή το παιδί αντιδρά αρνητικά ή δεν «συμμορφώνεται» με τους κανόνες που του θέτουν. Όταν το παιδί βιώνει ακραίες αντιδράσεις, οι γονείς πρέπει να διατηρούν την ψυχραιμία τους (χωρίς φυσικά να υποκύπτουν), δείχνοντάς του με αυτό τον τρόπο πώς είναι να διαχειρίζεται κανείς αποτελεσματικά τα συναισθήματά του.


  • Να παρέχει ο γονέας με φειδώ και με σύνεση εξωτερικές αμοιβές και εκπλήξεις στο παιδί. Η υπερβολική παροχή αγαθών και οι συνεχείς εκπλήξεις αποδιοργανώνουν και αποσυντονίζουν τα παιδιά. Επίσης δεν πρέπει ποτέ να παρέχονται όταν το παιδί είναι αναστατωμένο ή στεναχωρημένο γιατί έτσι περιορίζεται η ικανότητα του παιδιού να μάθει από να διαχειρίζεται την κακή διάθεση και τα επώδυνα συναισθήματα που είναι αναμενόμενο να βιώνει σε διάφορες φάσεις της ζωής του.

Οι παραπάνω οδηγίες συχνά δεν είναι εύκολο να εφαρμοστούν από τους γονείς. Η ευκολία ή δυσκολία με την οποία εφαρμόζει κάθε γονέας τα παραπάνω βήματα σχετίζεται με τα παιδικά βιώματα που "κουβαλάει" από τη σχέση του με τους δικούς του γονείς. Όσο πιο ανασφαλής ήταν η σχέση ενός γονέα με τους δικούς του γονείς κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, τόσο πιο δύσκολο είναι γι' αυτόν να αναπαράγει ένα πρότυπο ασφαλούς συναισθηματικής αλληλεπίδρασης με τα παιδιά του. Όταν συμβαίνει αυτό, είναι απαραίτητο, οι γονείς να αναζητήσουν την υποστήριξη ενός επιστήμονα ψυχολόγου. Ανάλογα με την μορφή και την ένταση της δυσκολίας που αντιμετωπίζουν οι γονείς να χειριστούν αποτελεσματικά τη σχέση με τα παιδιά τους, συστήνεται η Ατομική Συμβουλευτική & Ψυχοθεραπεία, η Οικογενειακή Θεραπεία ή η Συμβουλευτική Γονέων.



Πρόσφατα Posts
Κατηγορίες άρθρων
Άρθρα ανά μήνα
bottom of page